- κροτάφους
- κρόταφοςside of the foreheadmasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
средовек — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} сущ. (κοῖλος τοῦς κροτάφους) имеющий впалые виски или щеки (Прол … Словарь церковнославянского языка
ακμή — Η κόψη, το κοφτερό τμήμα ενός μεταλλικού οργάνου που κόβει ή χαράζει. Το κρίσιμο σημείο, η καμπή, ο κίνδυνος. Το κορύφωμα, η πλήρης ανάπτυξη, η ωριμότητα ενός πράγματος ή μιας κατάστασης. (Γεωμ.) α. δίεδρης γωνίας. Η κοινή ευθεία που σχηματίζουν… … Dictionary of Greek
ανίουλος — ἀνίουλος, ον (Μ) (για εφήβους) αυτός που στα μάγουλά του δεν φύτρωσαν ακόμη γένεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + ίουλος «το χνούδι, οι πρώτες τρίχες που φυτρώνουν κάτω από τους κροτάφους»] … Dictionary of Greek
κοιλοκρόταφος — κοιλοκρόταφος, ον (Α) αυτός που έχει κοίλους, βαθουλούς κροτάφους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοῖλος + κρόταφος (< κρόταφος), πρβλ. δολιχο κρόταφος, πολιο κρόταφος] … Dictionary of Greek
κορσός — κορσός, ὁ (Α) (κατά τον Ησύχ.) κορμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κορ σ που εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα κορ τής ρίζας κερ (βλ. λ. κείρω) με παρέκταση σ . Αρχικά θα πρέπει να υπήρξε επίθ., τού οποίου το θηλ. κόρση ουσιαστικοποιήθηκε. Στην αρχή η λ.… … Dictionary of Greek
κροτάφιος — α, ο (Α κροτάφιος, ία, ον) [κρόταφος] αυτός που βρίσκεται στους κροτάφους … Dictionary of Greek
κροταφίζω — (AM) [κρόταφος] χτυπώ κάποιον στους κροτάφους … Dictionary of Greek
κροταφίτης — ο, θηλ. κροταφίτιδα (Α κροταφίτης, θηλ. κροταφῑτις, ίτιδος) φρ. «κροταφίτης μυς» μασητήριος μυς που εκφύεται από την κροταφική χώρα και καταφύεται με ισχυρό τένοντα στην κορωνοειδή απόφυση τής κάτω γνάθου αρχ. φρ. «κροταφίτιδες πληγαί» χτυπήματα… … Dictionary of Greek
κροταφικός — ή, ό (AM κροταφικός, ή, όν) [κρόταφος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους κροτάφους (α. «κροταφικές αρτηρίες» β. «κροταφική χώρα» γ. «κροταφικό οστό») … Dictionary of Greek
κροταφιστής — κροταφιστής, ὁ (Α) [κροταφίζω] αυτός που χτυπάει στους κροτάφους … Dictionary of Greek